ψυχοστασία

ψυχοστασία
Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και γινόταν πριν από τον θάνατο, γιατί η ψυχή είχε τη σημασία της ζωής. Στην Ιλιάδα περιγράφεται η σκηνή του ζυγίσματος της κηρός (καρδιάς) του Αχιλλέα και του Έκτορα. Επειδή η ζυγαριά έγερνε προς το μέρος του Έκτορα, αυτός ήταν, κατά το πεπρωμένο, καταδικασμένος σε θάνατο. Ο Αισχύλος είχε γράψει μια τραγωδία με τον τίτλο Ψυχοστασία όπου η Θέτις και η Ηώς ζύγιζαν τις ζωές του Αχιλλέα και του Μέμνονα. Ψυχοστασία. Ανάγλυφο σε αλάβαστρο του 15oυ αι. (Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου)
* * *
η, ΝΜΑ
μυθ. η στάθμηση, το ζύγισμα τών ψυχών τών θνητών για κρίση και ανάλογη ανταμοιβή τους
αρχ.
ως κύριο όν. Ψυχοστασία
τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -στασία (< -στάτης < θ. στᾰ- τού ἵστημι), πρβλ. χορο-στασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχοστασία — ψυχοστασίᾱ , ψυχοστασία weighing of lives fem nom/voc/acc dual ψυχοστασίᾱ , ψυχοστασία weighing of lives fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοστασίᾳ — ψυχοστασίᾱͅ , ψυχοστασία weighing of lives fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοστασίαι — ψυχοστασίᾱͅ , ψυχοστασία weighing of lives fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοστασίαν — ψυχοστασίᾱν , ψυχοστασία weighing of lives fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Βιβλίο των νεκρών — Αιγυπτιακή συλλογή κειμένων νεκρικού τύπου, τα οποία από την αρχή του Νέου Βασιλείου (1580 1350 π.Χ.) αντιγράφονταν σε πάπυρο με πλούσια εικονογράφηση και συνόδευαν τον νεκρό στον τάφο. Προέρχεται, με πολλές παραλλαγές, από τα Κείμενα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”